ψαρονέφρι — το το κρέας των σφαγίων που βρίσκεται δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης και κοντά στα νεφρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαρόχοιρο — το, Ν ψαρονέφρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι* (ΙΙ) «ψαρονέφρι» + χοίρος] … Dictionary of Greek
φιλέτο — το, Ν 1. το κρέας τής νεφρικής χώρας τών σφαγίων, ψαρονέφρι 2. πρόσθετο λεπτό περίγραμμα ενδύματος ή υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filetto, υποκορ. τού filo «νημα»] … Dictionary of Greek
ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
ψόα — η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α (κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι οι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών νεοελλ. 1. κρέας σφαγίου από την… … Dictionary of Greek
φιλέτο — το (λ. ιταλ.) 1. πρόσθετο λεπτό γαρνίρισμα φορέματος. 2. το κρέας σφαχτού από την περιοχή των νεφρών, το ψαρονέφρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)